κατασπώ — (AM κατασπῶ, άω) βλ. κατασπάζω … Dictionary of Greek
κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
επικατασπώ — ἐπικατασπῶ, άω (Α) 1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν 2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, άομαι σύρομαι μέσα κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»] … Dictionary of Greek
κατάσπασις — κατάσπασις, ἡ (Α) [κατασπώ] η βίαιη έλκυση προς τα κάτω … Dictionary of Greek
κατάσπασμα — κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ] 1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού 2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα … Dictionary of Greek
κατασπασμός — κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ] 1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω 2. έκκριση 3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα 4. (για δέντρα) συλλογή καρπών 5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου 6. κατάπτωση, αθυμία … Dictionary of Greek
κατασπαστικός — κατασπαστικός, ή, όν (Α) [κατασπώ] 1. αυτός που μπορεί να ελκύσει προς τα κάτω 2. φρ. (για τροφές και φάρμακα) «κατασπαστικός γάλακτος» αυτός που παρέχει αφθονία γάλακτος … Dictionary of Greek
προκατασπώ — άω, Α (σχετικά με θεωρία) καταρρίπτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπῶ «κατακομματιάζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
προσκατασπώ — άω, Α 1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.) 2. παθ. προσκατασπῶμαι, άομαι (για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατασπῶ «σύρω προς τα … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek